- στυλίδιο
- το / στυλίδιον, ΝΑ [στῡλος]νεοελλ.1. ζωολ. σκελετική προεξοχή σαν κώνος, η οποία βρίσκεται στο κέντρο τής βασικής πλάκας τών κοραλλιών2. βιολ. ημιδιαφανές περιστρεφόμενο ραβδίο από πρωτεΐνη και υδατάνθρακες στον στόμαχο τών δίθυρων μαλακίων, το οποίο περιέχει πεπτικά ένζυμααρχ.στυλάριον*.
Dictionary of Greek. 2013.